κεραμίδι

κεραμίδι
Ονομασία τεσσάρων οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 70 μ., 101 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βάλτου του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νομού, προς την ανατολική ακτή του όρμου της Αμφιλοχίας, 92 χλμ. ΒΔ του Μεσολογγίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αμφιλοχίας. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 490 μ., 97 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ολυμπίας του νομού Ηλείας. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό άκρο του νομού, 50 χλμ. ΝΑ του Πύργου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αλιφείρας. 3. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 300 μ., 551 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βόλου του νομού Μαγνησίας. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα του νομού, 44 χλμ. Β του Βόλου. Αποτελεί έδρα της κοινότητας Κεραμιδίου. Έχει χαρακτηριστεί παραδοσιακός οικισμός. 4. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 90 μ., 410 κάτ.) του νομού Τρικάλων. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, 32 χλμ. Α της πόλης των Τρικάλων, στα δεξιά του ποταμού Πηνειού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φαρκαδόνας.
* * *
το (ΑΜ κεραμίδιον)
πήλινο οικοδομικό υλικό σε σχήμα τμήματος κυλίνδρου, κόλουρου κώνου, κυματοειδές ή επίπεδο με γλυφές ώστε να προσαρμόζεται το ένα με το άλλο για την κάλυψη τής στέγης
νεοελλ.
1. πληθ. τα κεραμίδια
η στέγη οικοδομήματος που είναι σκεπασμένη με κεραμίδια
2. παροιμ. «κεραμίδια που δεν στάζουν μην τά σκαλίζεις» — μη δημιουργείς προβλήματα εκεί που δεν υπάρχουν
3. φρ. α) «γιατί, θεέ μου, κρατάς τα κεραμίδια ξεκάρφωτα;» — πώς μπορεί να συμβαίνουν και να γίνονται ανεκτά τόσο παράλογα πράγματα; β) «τί κάνει νιάου -νιάου στα κεραμίδια;» — αυτό είναι αυτονόητο ή πασίγνωστο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεραμ-ίς, -ίδ-ος + υποκορ. κατάλ. -ι(ον) (πρβλ. λεπίδ-ι, σανίδ-ι)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κεραμίδι — το πήλινη πλάκα για στέγαση των σπιτιών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κεραμῖδι — κεραμίς roof tile fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεραμίδι — κεραμίς roof tile fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Νέο Κεραμίδι — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 65 μ.) του νομού Πιερίας …   Dictionary of Greek

  • Παλαιό Κεραμίδι — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 150 μ.) του νομού Πιερίας. Βρίσκεται BΔ της Κατερίνης …   Dictionary of Greek

  • κεραμίδα — η 1. μεγάλο κεραμίδι 2. το κεραμίδι 3. φρ. «τού ήρθε κεραμίδα» τού συνέβη απρόοπτο και δυσάρεστο γεγονός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεραμίδι + μεγεθυντ. κατάλ. α (πρβλ. κεφάλ α, μπουκάλ α)] …   Dictionary of Greek

  • Keramidi — (Κεραμίδι)Infobox Pref GR name = Keramidi name local = Κεραμίδι periph = Thessaly population = 370 population as of = 2005 postal code = 37300 area code = 242x0 licence = ΒΟ website = [http://www.magnesia.gr/ www.magnesia.gr] Keramidi is a… …   Wikipedia

  • ακροκέραμος — Διακοσμητικό στοιχείο, πήλινο ή μαρμάρινο, που τοποθετούσαν στους αρχαίους ελληνικούς, ετρουσκικούς και ρωμαϊκούς ναούς, στις άκρες των κεραμιδιών. Με την ίδια λέξη χαρακτηρίζεται και το κεραμίδι, με το οποίο αποτελούσε ένα σώμα. Τα διακοσμητικά… …   Dictionary of Greek

  • Κεραμιδίου, κοινότητα — Κοινότητα (782 κάτ.) του νομού Μαγνησίας, που ανασυστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τους οικισμούς Κεραμίδι, Βενέτο, Καμάρι και Μονή Μεταμορφώσεως Σωτήρος Φλαμουρίου. Έδρα της κοινότητας ορίστηκε ο οικισμός Κεραμίδι …   Dictionary of Greek

  • μετωνυμία — η σχήμα λόγου, όπου χρησιμοποιούμε άλλη λέξη απ αυτήν που έχει κυριολεκτική σημασία, λέμε π.χ., «κεραμίδι», αντί σπίτι: Η έκφραση «δεν έχει κεραμίδι να βάλει το κεφάλι του» είναι μετωνυμία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”